- καρπεῖα
- καρπεῖονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί … Dictionary of Greek
καρπείας — καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem acc pl καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπείαν — καρπείᾱν , καρπεία usufruct fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)